- πυργώνω
- etrafına kuleler yapmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πυργώνω — πυργῶ, όω, ΝΜΑ [πύργος] 1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.) 2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων νεοελλ. παθ. πυργώνομαι σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι… … Dictionary of Greek
πυργώνω — πύργωσα, πυργώθηκα, πυργωμένος 1. περιβάλλω με πύργο. 2. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι πολύ ψηλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπυργώνω — 1. ανυψώνω κάτι στερεά σαν πύργο 2. (συνήθως με μτφ. σημασία) εξυψώνω, ανορθώνω, αναπτερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυργώνω. Η λ. αναπυργώ ( όω) μαρτυρείται από το 1879 στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Περικλή Γρηγοριάδη] … Dictionary of Greek
πυργώ — όω, ΜΑ βλ. πυργώνω … Dictionary of Greek
πύργωση — η / πύργωσις, ώσεως, ΝΑ [πυργῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυργώνω, ανύψωση με τη συσσώρευση αντικειμένων αρχ. η ανέγερση πύργου … Dictionary of Greek